- περιαγωγεύς
- ὁ, Αμηχανή την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για ανέλκυση τών αγκυρών και, γενικά, βαρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. κατ-αγωγεύς, παρ-αγωγεύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιαγωγεῖς — περιαγωγεύς windlass masc acc pl περιαγωγεύς windlass masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγῆς — περιαγωγεύς windlass masc nom pl περιαγωγεύς windlass masc nom/voc pl περιαγωγή turning round fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγῆι — περιαγωγεύς windlass masc dat sg (epic ionic) περιαγωγῇ , περιαγωγή turning round fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγίς — ίδος, ἡ, Α περιαγωγεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αγωγίς (< ἄγω), πρβλ. κατ αγωγίς] … Dictionary of Greek
περιαγωγῇ — περιαγωγῆι , περιαγωγεύς windlass masc dat sg (epic ionic) περιαγωγή turning round fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)